- Σύρτεις
- Σύρτιςthe Syrtisfem nom/voc pl (attic epic)Σύρτιςthe Syrtisfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αβαθής — ές (Α ἀβαθής, ές) [βάθος] ο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός νεοελλ. αυτός που δεν έχει βάθος σκέψης, επιπόλαιος, κούφος. αβαθή, τα (κν. ρηχά νερά) όρος τής ναυτιλίας και τής υδρογραφίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι ανωμαλίες τού πυθμένα τής… … Dictionary of Greek
Γουινέα — I Παράκτια εδαφική ζώνη στην Αφρική που περιβάλλει τον ομώνυμο κόλπο. Χωρίζεται από το δέλτα του ποταμού Νίγηρα σε δύο τμήματα, τη βόρεια Γ. και τη νότια Γ. Πρόκειται για χαμηλή ακτή, που ανεβαίνει προς το εσωτερικό με αναβαθμίδες, με συχνές… … Dictionary of Greek
Μικίψας — (2ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Νουμιδίας, ένας από τους 54 γιους του επίσης βασιλιά της Νουμιδίας Μασανάση. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (143 π.Χ.), μοιράστηκε με τους αδελφούς του το πατρικό βασίλειο. Στο μερίδιό του πήρε και τους θησαυρούς του… … Dictionary of Greek